Κρήσιον

Κρήσιον
Κρής
masc acc sg
Κρής
neut nom/voc/acc sg
Κρήσιος
masc acc sg
Κρήσιος
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρήσιος — κρήσιος, ία, ον (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Κρήτη ή στους Κρήτες, κρητικός («πέλαγος Κρήσιον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρή σιος < *κρήτ ιος, με συριστικοποίηση, < θ. Κρητ (τού Κρης, Κρητός) + επίθημα ιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”